- κατανυγή
- κατανυγή, ἡ (Α)κατάνυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω (παθ. αόρ. κατε-νύγ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανυγῇ — κατανύσσομαι aor subj pass 3rd sg κατανύσσω stab aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)